Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2010

Σύγχρονες εφαρμογές, οφέλη και θαύματα τής Ελληνικής Γλώσσας

 

Στην παρούσα σελίδα παραθέτουμε σημαντικούς τομείς ανθρώπινων δραστηριοτήτων στους οποίους έχει παρέμβει ή παρεμβαίνει καταλυτικά η ελληνική γλώσσα.  Τα θέματα έχουν επιλεγεί με κύριο γνώμονα οι άνθρωποι που έχουν εμπλακεί σε αυτά να βρίσκονται εν ζωή (φιλοξενούνται ωστόσο και παλιότερα θέματα).  Όλες οι περιπτώσεις έχουν διερευνηθεί εξονυχιστικά και προκειμένου να δημοσιευθούν έχουν διασταυρωθεί τουλάχιστον εις τριπλούν.  Όλες οι περιπτώσεις φέρουν επίσης ISO9800 σχετικά με την αξιοπιστία τους.  

Η ελληνική γλώσσα ως επίσημη γλώσσα άλλων χωρών

 

Από τα τέλη τού 18ου αιώνα ξεκίνησαν επαναστάσεις από πολλούς λαούς ενάντια στους αποικιοκράτες και στις παλιές αυτοκρατορίες.  Άρχισαν έτσι να σχηματίζονται νέα κράτη, με δομές και οργάνωση κληροδοτημένες από τους αποικιοκράτες.  Τα περισσότερα από αυτά ήταν πολυεθνοτικά, κατ’ επέκταση στην επικράτειά τους μιλούνταν διάφορες γλώσσες, γεγονός που συχνά οδηγούσε σε σύγκρουση για το ποια θα επικρατούσε ως επίσημη.

Τα κράτη που είχαν αποδεχτεί στοιχειώδεις δημοκρατικές διαδικασίες έλυναν το θέμα με ψηφοφορίες, σπάνια όμως επί ολόκληρων των πληθυσμών – συνήθως χρησιμοποιούσαν αντιπροσωπευτικά εκλεκτορικά σώματα (κοινοβούλιαγερουσίεςκονγκρέσα κ.λπ.).  Στα κράτη που υπήρχε στοιχειώδης πολιτιστική / πολιτισμική ανάπτυξη ή τουλάχιστον κάποιοι φωτισμένοι ηγέτες, ως βέλτιστη γλώσσα προς υιοθέτηση προτεινόταν πάντα η ελληνική.  Δυστυχώς ωστόσο σε πολύ λίγες περιπτώσεις η ελληνική γλώσσα ήρθε πρώτη σε ψήφους (π.χ. Μαδαγασκάρη, Κολομβία, Βέλγιο) και ακόμα και σε αυτές τις χώρες, στην πράξη η διδασκαλία των ελληνικών δεν υποστηρίχτηκε επαρκώς και η απόφαση ατόνισε.

Οι λόγοι που δεν ψηφίζονταν παμψηφεί η ελληνική γλώσσα είναι λίγο πολύ οι αναμενόμενοι.  Ιδιαίτερα οι λαοί που πρώτη φορά εξέρχονταν από την ημιάγρια κατάσταση δεν μπορούσαν να αντιληφθούν την ανωτερότητα και τα οφέλη τής βέλτιστης γλώσσας.  Οι άνθρωποι εκείνοι φοβούνταν το νέο και το προοδευτικό ενώ παράλληλα τους φανάτιζαν οι εθνοτικές διαμάχες.  Παράλληλα φυσικά δρούσε και το διεθνοποιημένο ανθελληνικό στοιχείο, το οποίο:  α) σαμποτάριζε με κάθε τρόπο την ελληνογλωσσομάθεια,  β) δαιμονοποιούσε στο λαό την «ξένη» γλώσσα,  γ) υπέσκαπτε το κύρος των φιλελλήνων,  δ) απειλούσε ή χρημάτιζε τους ουδέτερους ψηφοφόρους.

Το πιο γνωστό παράδειγμα μη υιοθέτησης τής ελληνικής γλώσσας αποτελεί ίσως η μη υπερψήφισή της στο νεοσύστατο Κονγκρέσο των ΗΠΑ μετά την ανακήρυξη τής Ανεξαρτησίας, για διαφορά μίας μόνο ψήφου.  Παρακάτω δίνεται συνοπτικός κατάλογος των χωρών, οι οποίες επίσης για λίγες ψήφους δεν επέλεξαν την ελληνική ως επίσημη γλώσσα τους.

 

Χώρες στις οποίες η Ελληνική Γλώσσα ισοψηφίστηκε με την τοπική παραδοσιακή γλώσσα:

Αγγλία, Αζερμπαϊτζάν, Αιθιοπία, Βιετνάμ, Βουλγαρία, Κορέα (πριν την διχοτόμηση), Λετονία, Νεπάλ, Νότια Κορέα, Χιλή.

Σε αυτές τις χώρες προτιμήθηκε για ευκολία να διατηρηθεί η παραδοσιακή γλώσσα (αρχή τής ήσσονος προσπάθειας).

 

Χώρες στις οποίες η Ελληνική Γλώσσα έχασε για μία ψήφο:

Αϊτή, Γερμανία, Γκάνα, Εκουαδόρ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Λιθουανία (νεότερη ψηφοφορία), Λιχτενστάιν, Μοζαμβίκη, Μποτσουάνα, Τουρκία

 

Χώρες στις οποίες η Ελληνική Γλώσσα έχασε για δύο ψήφους:

Αγ. Μαρίνος, Αίγυπτος, Ακτή Ελεφαντόδοντος, Αλβανία (νεότερη ψηφοφορία), Γαλλία, Ινδονησία, Ισπανία, Καμερούν, Καναδάς, Κονγκό, Μάλτα, Μογγολία,

Ν. Ζηλανδία, Τουρκμενιστάν, Φιλιπίνες, Χονγκ Κονγκ

 

Χώρες στις οποίες η Ελληνική Γλώσσα έχασε για τρεις ψήφους:

Αλβανία (παλαιότερη ψηφοφορία), Αλγερία, Αργεντινή, Αυστραλία, Γουαδελούπη, Ελ Σαλβαδόρ, Ζαΐρ, Ιαπωνία, Ινδία, Ιταλία, Κίνα, Λευκορωσία, Ν. Αφρική, Νήσοι Σολωμόντα, Ουρουγουάη, Πακιστάν, Περού, Πολωνία, Ρωσία, Τυνησία

 

Στις υπόλοιπες χώρες που έγιναν ψηφοφορίες η ελληνική γλώσσα έχασε για 4 ή 5 ψήφους. 

Συνήθως επρόκειτο για χώρες με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και πολλούς εκλέκτορες, οι οποίοι απλά υποστήριζαν κοντόφθαλμα τις διαλέκτους των φυλών τους ή – δυστυχώς - χρηματίζονταν.  Σήμερα γίνεται προσπάθεια από την UNESCO να πειστούν αυτές οι χώρες να επαναλάβουν τις ψηφοφορίες.  Τους ευχόμαστε «Με το καλό!» και ελπίζουμε η Πολιτεία (ΥπΕξ, ΥπΕΠΘ) να σταθεί αρωγός σε αυτή την προσπάθεια.

 

 

 

Ελληνική Γλώσσα και Τέχνη  -  Η περίπτωση τής Γιελένα Γίρεβγε

 

Η Γιελένα Γίρεβγε, γεννημένη σε χωριό έξω από το ΟμσκΡωσία, χρωστάει τις εξαιρετικές μουσικές της επιδόσεις στην ελληνική γλώσσα.  Η Γιελένα άρχισε να μαθαίνει τσέμπαλο σε ηλικία οκτώ χρονών.  Στα δεκάξι της, παρ’ ότι είχε αποκτήσει μεγάλη δεξιοτεχνία, ο ήχος της δεν ήταν ακόμα καλός και ο δάσκαλός της τής το έλεγε: «Γιελένα, ο ήχος σου δεν είναι ακόμα καλός».  Την επόμενη χρονιά έδωσε εξετάσεις και πέρασε στο Κονσερβατουάρ τού Όμσκ.  Εκεί έπρεπε να παρακολουθεί και μη μουσικά μαθήματα και η Γιελένα επέλεξε το μάθημα τής ελληνικής γλώσσας από νοσταλγία για τον παππού της που είχε υπηρετήσει στο θωρηκτό Ποτέμκιν στη Μαύρη Θάλασσα και τής έλεγε ιστορίες για τους Έλληνες ναυτικούς που ήταν διαόλου κάλτσες (είχε γνωρίσει και έναν θείο τού Φώτη Κόντογλου).  Την επόμενη χρονιά ο ήχος τής Γιελένα είχε βελτιωθεί αξιοσημείωτα ενώ απέκτησε την καταπληκτική ικανότητα να παίζει τσέμπαλο και να το κάνει να ακούγεται σαν τρομπέτα!  Τα μαθήματα συνεχίστηκαν και στον επόμενο χρόνο η Γιελένα μπορούσε να κάνει το τσέμπαλο να ακούγεται και σαν βιολί.  Ούτε η ίδια μπορούσε να εξηγήσει σε τι οφειλόταν αυτή η δεξιοτεχνία της.

Τον επόμενο χρόνο δεν ήταν πλέον υποχρεωμένη να παρακολουθεί πρόσθετα (μη μουσικά) μαθήματα και επειδή την βάραιναν άλλες οικογενειακές υποχρεώσεις, σταμάτησε την εκμάθηση τής ελληνικής γλώσσας.  Το αποτέλεσμα ήταν να μείνει στάσιμη στην ποιότητα τού ήχου της.  Επιπλέον όχι μόνο δεν κατάφερε να κατακτήσει τον ήχο ενός ακόμα οργάνου αλλά και ο ήχος τού βιολιού χάλασε και έμοιαζε με ποντιακή λύρα σε πανηγύρι τής Κριμαίας.  Η Γιελένα πλέον κατάλαβε ότι ήταν η σταδιακή εντρύφηση στην ελληνική γλώσσα που τής προσέφερε τις μουσικές κατακτήσεις.  Το συζήτησε με έναν μεγάλο ελληνομαθή καθηγητή της και εκείνος τής είπε ότι δεν εκπλήσσετο, αντίθετα, επί τής ουσίας το έβρισκε φυσικό.

«Η Ελληνική γλώσσα βασίζεται στις δονήσεις τού Σύμπαντος», εξήγησε ο καθηγητής, «και όποιος την μιλάει, συντονίζεται με τους παλμούς του, που σε εμάς ορισμένες φορές γίνονται κατανοητοί ως ήχοι».

«Όμως, καθηγητά Βελοπούλιεφ, εγώ ακόμα καλά καλά δεν μιλάω Ελληνικά.  Μπερδεύω την μετοχή αορίστου με το επίρρημα, δεν καταλαβαίνω το γερούνδιο, μπερδεύω την δοτική με τις άλλες πτώσεις...»

«Μην ανησυχείς!  Τα ελληνικά δεν είναι εύκολη γλώσσα.  Όπως κάθε τι τέλειο δείχνουν διαυγή και προφανούς απλότητας, ωστόσο μέχρι να τα κατακτήσεις πρέπει να αδειάσεις το μυαλό σου από όλο το δυτικό σκουπιδαριό...

Πες μου όμως, τουλάχιστον τα καταλαβαίνεις;»

«Ω ναι, κύριε.  Όταν διαβάζω όλες οι λέξεις βρίσκουν τη θέση τους στον νου και στην καρδιά μου.»

«Ε, βλέπεις», χαμογέλασε ο σοφός καθηγητής, «αυτό έχει σημασία!  Τα υπόλοιπα θα έρθουν.  Λοιπόν, θα σού δώσω τώρα αυτή την υπέροχη μέθοδο εκμάθησης τής Ελληνικής Γλώσσας τού καθηγητή Αδώνιτς, μόνο με 6199 ρούβλια σε έξι μηνιαίες δόσεις – VISA έχεις; - και εσύ θα μού στείλεις προσκλήση όταν δώσεις το πρώτο σου κονσέρτο!»

 

Εννοείται ότι τα έπομενα χρόνια η Γιελένα μοίραζε τις δυνάμεις της ανάμεσα στο τσέμπαλο και στην εκμάθηση τής ελληνικής γλώσσας.  Ξεκίνησε μάλιστα αλληλογραφία με κάποια Ελληνόπουλα και έντυσε το δωμάτιό της με αφίσες και καρτ ποστάλ από τις ελληνικές ομορφιές που τής έστελναν!

Σε τρία χρόνια είχε καταφέρει να παίζει τσέμπαλο με τον ήχο πέντε διαφορετικών οργάνων (κόρνο γαλλικό και αγγλικόγκλοκενσπήλπιανοφόρτε και ντέφι), ενώ είχε κάνει καταπληκτικές προόδους και στην εκμάθηση τής ελληνικής γλώσσας.  Τότε την κάλεσαν στη Μόσχα στην εκπομπή τής TV «Νέα ταλέντα τού ξανθού γένους».  Εκεί η Γιελένα έλαβε την υψηλότερη βαθμολογία που έχει δοθεί ποτέ σε εμφανιζόμενο: 98/100!  (Δυστυχώς ο κριτής Ψίνακωφ, όση ώρα η Γιελένα μάγευε τα πλήθη, έψαχνε στο πάτωμα το μαντηλάκι του και μετά όπως συνήθιζε, έβαλε ότι βαθμό τού κατέβηκε.)  Στη διάρκεια τής βράβευσης της η Γιελένα ευχαρίστησε τη μαμά, τον μπαμπά, τον μικρό της αδερφό Ιλιούσιν, τον καθηγητή Βελοπούλιεφ, τους καθηγητές της στην μουσική και στην ελληνική γλώσσα, τον γενικό διευθυντή τής TV-Moscow, τον δήμαρχο και τον πρόεδρο τής Ρωσίας, στα ελληνικά.

Μετά από αυτό, το καθηγητικό συμβούλιο τού Ινστιτούτου Παιδαγωγικής τού Όμσκ πρότεινε στην Γιελένα να την διορίσει επίσημη καθηγήτρια τής Ελληνικής Γλώσσας στις τάξεις των νεότερων μαθητών.  Η Γιελένα όμως αρνήθηκε.  «Το τσέμπαλο και η μουσική είναι για εμένα η ζωή μου», είπε.  «Με την Ελληνική Γλώσσα τα κατανόησα!»

 

Σήμερα, 10 χρόνια μετά την είσοδό της στο Κονσερβατουάρ, η Γιελένα Γίρεβγε είναι διάσημη.  Έχει καταφέρει να μάθει το τσέμπαλό της να ακούγεται με 20 διαφορετικούς τρόπους, σαν 20 γλυκόλαλα μουσικά όργανα.  Είναι ήδη περιζήτητη και εμφανίζεται σε πολλές εκδηλώσεις στην πατρίδα της.  Το μόνο της παράπονο είναι ότι δεν μπόρεσε να παίξει τσέμπαλο σαν ακκορντεόν – το αγαπημένο όργανο τού παππού.  Όπως μάς είπε σε τηλεφωνική επικοινωνία, «μόνον ουν όργανα τη ορχήστρω δύναμαι παίζειν.  Άλλο δε ου δύναμαι.»

Τής ευχόμαστε να καταφέρει και τα υπόλοιπα!  Γιελένα, αυτό που σού αποκάλυψε η ελληνική γλώσσα, λίγοι άνθρωποι είχαν την τύχη να το βιώσουν.  Να είσαι υπερήφανη για αυτό!

 

Όνειρο τής Γιελένα είναι τώρα να γίνει η πρώτη Ρωσίδα που θα πάρει πτυχίο μουσικής ανεξαρτήτως οργάνου.  Μετά επιθυμεί να έρθει στην Ελλάδα και να εμφανιστεί στο Μέγαρο Μουσικής με τον κύριο Φραγκούλη και την κυρία Δάρρα.

 

 

Συνεντεύξεις τής Γιελένα Γίρεβγε μπορείτε να βρείτε: 

    Омскa правда (Όμσκα Πράβδα),  7/9/2002
     Gazeta Musici Rusci,  τεύχος 574,  16/4/2006.

 

Φωτογραφίες γυμνού τής Γιελένα (καλλιτεχνικές) μπορείτε να βρείτε:    

    товарищ Boy (Ταβάριτς μπόυ),  τεύχος 157,  8/2005.

  

 

 

Θαυματουργός η Ελληνική Γλώσσα!  -  Η περίπτωση τής Αλβανίδας νοικουράς

   

Μία Αλβανίδα νοικοκυρά είδε στον ύπνο της ότι συνομιλούσε με τον κύριο Πρέκα και ότι τής μάθαινε την ελληνική γλώσσα.  Όταν ξύπνησε, έψαξε κάτω από το προσκεφάλι της και βρήκε τρία χρυσά φλωριά.


Προηγούμενο κεφάλαιο: Παραφθορά των ελληνικών κατά την διάδοσή τους


Περιεχόμενα: Ελληνική Κλώσσα - Εισαγωγή


Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2010

Παραφθορά των ελληνικών κατά την διάδοσή τους

 Στον σημερινό αναγνώστη, ο οποίος έχει γίνει στόχος επίμονης προπαγάνδας με τις θεωρίες τού δια­λεκτισμού, τού συγκερασμού και τής «εξέλιξης», ίσως φαίνεται αναμενόμενη η επιμιξία τής ελληνικής γλώσσας καθώς διαδιδόταν, με μη ελληνικές γλώσσες και η παραγωγή μικτών γλωσ­σι­κών συστημάτων.

Ας ξεκαθαρίσουμε πρώτα ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι συνέβει μεταφορά στοιχείων από μη ελλη­νικές προς την ελληνική γλώσσα. Οι μελετητές με τις λιγότερες προκαταλήψεις δέχονται ότι τέτοια μεταφορά θα ήταν άνευ αντικειμένου, απλά επειδή η ελληνική γλώσσα υπήρξε πάντα πλή­ρης εννοιών και τής έκφρασής τους. Αυτό έως τα μέσα τού προηγούμενου αιώνα γινόταν αναγ­καστικά αποδεκτό ως αξίωμα. Ωστόσο η ανάπτυξη τής κβαντομηχανικής και τής θεωρίας συστη­μάτων επιτρέπει σιγά σιγά να γίνει κατανοητό πώς η δομή και οι μηχανισμοί τής ελλη­νικής γλώσσας εξυπηρετούν την πληρότητά της (βλ. κεφάλαιο «Χαρακτηριστικά τής ελληνικής γλώσ­σας - Δομή τής γλώσσας»).

Παραμένει ωστόσο το γεγονός ότι υπάρχουν (και υπήρξαν) γλώσσες με πολλά δάνεια από την ελλη­νική, σε επίπεδο εννοιών, λέξεων, γραμματικής, συντακτικού κ.λπ. (π.χ.: Αγγλική, Αζερική, Αϊμάρα, Αλβα­νική, Αμχαρική, Αραβική, Αρμενική, αρχαία Αιγυπτιακή, αρχαία Περσική, αρχαία Πρωσική, Αρα­μα­ϊκή, Αρω­μουνική, Ασβεστική, Ασσυριακή, Αφγανική, Αφρικάανς, Βαβυλωνιακή, Βασκική, Βεγγαλική, Βεδική, Βιετ­να­μική, Βισλάμα, Βουλ­γα­ρική, Βρετανική, Γαλατική, Γαλικική, Γαλλική, Γερμανική, Γεωργιανή, Γίντις, Γκε­κική, Γκουαρανική, Γκουτζράτι, Γοϊδελική, Γοτ­θική, Δανική, Εβραϊκή, Εσθονική, Ινδοϊρανική, Ιρλανδική, Ισλανδική, Ισπανική, Ιτα­λική, Καζαχική, Κάμπιε, Καντονέζικη, Καρική, Καταλανική, Κελ­τική, Κέτσουα, Κινυαρουάντα, Κιργιζιανή, Κιρούντι, Κορεατική, Κορνουαλική, Κουρδική, Κρεολική, Κροατική, Λάο, Λατινική, Λετονική, Λεττική, Λευ­κο­ρωσική, Λιθουανική, Λουβική, Λουξεμβουργιανή, Μαγυάρικη, Μαλαγασιανή, Μαλαϊκή, Μαλαισιανή, Μαλτέζικη, Μανδαρινική, Μανξ, Μάρατι, Μαρσαλιανή, Μοσχαρίσια, Μοτού, Μπαχάσα, Μπέμπα, Μπενγκάλι, Μυανμάρ, Ναούρου, Νεοπερσική, Νεπάλι, Νορ­βηγική, Ντιβέι, Νυάνζα, Ολλανδική, Οσκική, Ουαλική, Ουζμπεκική, Ουκρα­νική, Ουμβρική, Ούρντου, Πάντζαπι, Πάστο, Πολω­νική, Πορτογαλική, Προβηγκιανή, Ραι­τική, Ρουμανική, Ρωμανική, Ρωσική, Σαμοϊκή, Σανσκριτική, Σερ­βο­κροατική, Σεσότο, Σιναλέζικη, Σίντι, Σισουάτι, Σκωτική, Σλαβική, Σλα­βο­νική, Σλοβακική, Σλοβενική, Σομαλική, Σουαχίλι, Σουέ, Σουηδική, σύγ­χρονη Αιγυπτιακή, Ταγκαλόγκ, Ταμίλ, Τατζικική, Ταϋλανδική, Τζόνκα, Τιγκρινική, Τονγκική, Τοσκική, Τουρκική, Τουρκμενική, Τοχαρική, Τσέουα, Τσέ­χικη, Φαλισκική, Φαρσί, Φινλανδική, Φλαμανδική, Φοι­νι­κική, Φριζική, Φρυγική, Χαλχ, Χίντι, Χιντουστάνι, Χμερ κ.ά.). Πρέπει να θεωρούνται αυτές, υβριδικές γλώσσες, αποτέλεσμα κοινής συν­εισφοράς μεταξύ της ελληνικής και των πρόδρομων μη ελληνικών γλωσσών; Η απάντηση όλων των σύγχρονων αλλά και των παλαιότερων μελετητών είναι αρνητική («Όχι»).

Αυτό που πράγματι συνέβη είναι ότι ορισμένοι λαοί αδυνατούσαν να εκφέρουν (προφέρουν) ή να κατανοήσουν την δομή τής ελληνικής και για αυτό συνειδητά την παράλλαξαν και προ­σάρ­μο­σαν στο μέτρο των περιορισμένων δυνατοτήτων τους. Ωστόσο, ακόμα και στις περιπτώσεις που οι αλλαγές περιορίζονταν σε αλλαγή των φθόγγων, οι λέξεις έπαυαν να ανταποκρίνονται στην ορθή σήμανση των εννοιών (βλ. κεφάλαιο «Χαρακτηριστικά τής Ελληνικής γλώσσας - Ορθοσήμανση»), καθιστώντας το γλωσσικό οικοδόμημα τρωτό στους νοηματικούς του συσχετισμούς και ευάλωτο σε παραπέρα «μεταλλάξεις» (γραμματικές, συντακτικές, υφο­λο­γι­κές κ.λπ.). Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν υβριδικά γλωσσικά μορφώματα, ασταθή μέσα στο χρόνο, τα οποία εκλήφθηκαν ως συγκερασμοί «διαφορετικών γλωσσών εν διαχύσει» από απρόσεκτους γλωσσολόγους.

Μελέτες των Gustav Patterson (1852), Joan Scully (1894), Endmond Giannakopoulos(1937), Ari­stides BrianJr (1966 κ. εξής) κ.ά. έδειξαν ότι η γνάθος των πρωτοελλήνων παρουσίαζε ήδη δια­φορές από εκείνες των άλλων λαών, με σημαντικότερη την διαφοροποίηση κατά 9ο - 14ο στην γωνία “planar”.  Το αποτέλεσμα αυτών των διαφορών είναι ότι όταν η γνάθος ανοι­γο­κλεί­νει, στους μη ελληνικούς λαούς παράγεται ένας ήχος σαν «κλακ -κλακ» ενώ στους πρω­το­έλ­λη­νες ο ήχος προσομοιάζει σε «ταπ -ταπ».  Η JScully χαρακτηρίζει τον πρώτο ήχο ως «ζωϊκό» ενώ τον δεύτερο ως «σχηματοποιημένο» (fragmented).  Όλοι οι ερευνητές συμφωνούν ότι μόνο η δεύτερη διάταξη είναι ικανή να αποδίδει διακριτούς, πλήρεις φθόγγους.


Προηγούμενο κεφάλαιο: Χαρακτηριστικά τής Ελληνικής γλώσσας



Περιεχόμενα: Ελληνική Κλώσσα - Εισαγωγή

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

Χαρακτηριστικά τής Ελληνικής γλώσσας

 Ο κόμης L. Byron διάσημος περιηγητής, ανθρωπολόγος και ποιητής ταξίδεψε στην Ελλάδα στις αρχές του 19ου αιώνα και κράτησε σπουδαίες σημειώσεις για την ζωή εκείνης της χρονικής περι­όδου. Στο ημερολόγιό του διαβάζουμε:

«Αρχικά έβλεπα αυτούς τους ανθρώπους στις συνομιλίες τους να διακόπτουν ο ένας τον άλλον και κρίνοντας με την δική μου δυτική, περιορισμένη - όπως αποδείχτηκε – αντίληψη, θεώρησα ότι πρόκειται για εκδήλωση αγένειας και απρέπειας, κληροδοτημένης προφανώς από την επί­δραση της βαρβαρικής Οθωμανικής επικυριαρχίας.  Παρατηρώντας όμως διεισδυτικότερα και σε βάθος χρόνου αντιλήφθηκα ότι οι συνομιλητές κατανοούσαν ο ένας τον άλλον, ήδη από τις αρχές των προτάσεών τους.  Έτσι, αυτό που αρχικά φάνηκε καλυμμένος ανταγωνισμός και αδια­φο­ρία, ήταν στην πραγματικότητα μία υπηρεσία στην οικονομία τού λόγου και τού χρόνου και στην ξεκούραση των συνομιλητών.  Όπως ένας έμπειρος μουσικός αναγνωρίζει ένα μουσικό έργο από τα πρώτα μέτρα, έτσι και αυτοί οι καταπληκτικοί άνθρωποι αναγνώριζαν στις πρώτες λέξεις, ολόκληρη την φράση.  Μάλιστα όσο περισσότερο αφορούσε η συζήτηση θέματα κοι­νω­νικά, ιδεών, οικονομικά και κυρίως πολιτικά, τόσο το φαινόμενο τής «πρώιμης αντίληψης» εντει­νόταν.  Κάποιες φορές, όταν ο ένας εκ των συνομιλητών κατείχε ιδιαίτερο χάρισμα στην αντίληψη, απάλ­λασσε ολωσδιόλου τους άλλους από το να μιλάνε.  Οι συνομιλητές του χρειάζονταν απλά να ανοίγουν το στόμα τους κάθε φορά που ο πιο χαρισματικός έπαιρνε αναπνοή και μετά το ξανάκλειναν!

Απέδωσα αρχικά αυτό το φαινόμενο στην εντυπωσιακή – αν και προσεκτικά κρυμμένη λόγω των κατασάσεων – οξύνοια αυτού τού ιδιαίτερου λαού.  Τώρα όμως μού έχει δημιουργηθεί έντονη η αίσθηση ότι η δυνατότητα τής «πρώιμης αντίληψης» επίσης υπηρετείται – αν όχι προ­ά­γε­ται – από την δομή και τον χαρακτήρα τής γλώσσας τους. Οπωσδήποτε, χωρίς μια τέλεια, πολυ­επίπεδη και πλήρως δομημένη γλώσσα δεν θα ήταν δυνατός ο σχηματισμός προτάσεων που εμπερι­έχουν σε κάθε τους μέρος την εικόνα τού ολοκληρωμένου νοήματος.»

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του σε μία συνέντευξη στους London Times εκμυ­στη­ρεύ­τηκε:

«Παρ’ ότι σπουδαστής από την νιότη μου της ελληνικής και παρά τού ότι τώρα μπορώ να ισχυ­ρι­στώ πως μιλάω αρκετά καλά ελληνικά, μέσα μου νιώθω μία λύπη που δεν ευτύχησα να γεννηθώ σε αυτά τα χώματα και να γευθώ στα πρώτα μου ακούσματα και στις πρώτες μου λέξεις την λεπτότητα αυτής τής γλώσσας.»

 

Ορθοσήμανση

  

Ίσως το πιο μεγαλειώδες χαρακτηριστικό τής ελληνικής γλώσσας είναι η ορθοσήμανση.  Στην πραγματικότητα η ελληνική γλώσσα είναι η μοναδική ορθοσημαντική ανθρώπινη γλώσσα.  Ορθοσήμανση σημαίνει ότι οι λέξεις είναι τα αληθινά ονόματα των αντικειμένων και των εννοιών.  Έτσι κάθε λέξη τής ελληνικής γλώσσας έχει πρωτογενή συνάφεια με την αντίστοιχη έννοια τής οποίας είναι το όνομα.  Για να το εκφράσουμε πιο ακαδημαϊκά: στην ελληνική γλώσσα το σημαίνον (η λέξη / το όνομα) και το σημαινόμενο (η έννοια, το πράμα κ.λπ.) έχουν πρωτογενή συνάφεια μεταξύ τους.

Στις άλλες γλώσσες η συνάφεια κυμαίνεται από τριτογενής έως εκτογενής ανάλογα με το αν η γλώσσα έχει αφομοιωμένο λεξιλόγιο από την ελληνική ή δεν έχει καμία σχέση μαζί της.  Γενικά ο τρόπος κατασκευής των λέξεων στους άλλους λαούς υπήρξε συμβατικός.  Κάθε φορά που η ανθρώ­πινη ομάδα ερχόταν αντιμέτωπη με ένα νέο αντικείμενο ή έννοια, ο ισχυ­ρός / η ισχυρή τής ομάδας έπλαθε μία λέξη και την απέδιδε ως όνομα στο αντικείμενο, ενώ τα άλλα μέλη τής ομάδας συμφωνούσαν κουνώντας τα κεφάλια πάνω κάτω.  Για τον λόγο αυτό, οι μη ελληνικές γλώσσες χαρακτηρίζονται «συμβολικές», καθ’ ότι χρησιμοποιούν αυθαίρετα σύμ­βολα.  Άλλοι μελετητές χρησιμοποιούν τους χαρακτηρισμούς «συμβατοσημαντικές» ή «συμβασιούχες» ή «σημειολογικές» ή «ανοηματικές» ή απλά «ανόητες» όπως παρατηρεί με σαρκασμό ο καθηγητής Gordon W.

Το φαινόμενο αυτό είναι πιο εύκολα παρατηρήσιμο στα ουσιαστικά που αντιστοιχούν σε αντικείμενα.  Για παράδειγμα το αντικείμενο με το αληθινό όνομα καρέκλα, στα ελληνικά ονομάζεται πράγματι καρέκλα, ενώ οι ξένοι απευθύνονται στις καρέκλες τους με διάφορα συμβατικά ονόματα όπως “chair”, “Stuhl”, “silla” κ.ά. αντί να τις ονομάζουν καρέκλες.

Από την άποψη μετάδοσης τής πληροφορίας, ο δυισμός μεταξύ τού σημαινόμενου και τού σημαίνοντος είναι σκέτος θόρυβος (noise) (για ανασκοπήσεις βλ. Ehrenburg I, 1938, Stakhanov A & Manson M, 1978).

Πρόσθετο γνώρισμα των μη ελληνικών γλωσσών είναι ότι περιέχουν στο λεξιλόγιό τους πολλές σύνθετες λέξεις.  Αυτό συμβαίνει είτε επειδή οι λαοί που κατασκεύασαν τις γλώσσες δεν διέθεταν αρκετή φαντασία ή συχνότερα επειδή τους εξυπηρετούσε στην απομνημόνευση των λέξεων (οι λέξεις των μη ελληνικών γλωσσών επειδή είναι αυθαίρετα σύμβολα και δεν έχουν πρωτογενή συνάφεια με τα αντικείμενα που ονοματίζουν, ξεχνιούνται εύκολα).  Έτσι για παράδειγμα, στο αντικείμενο με αληθινό όνομα τραπεζομάντηλο, στα γερμανικά αποδόθηκε η σύνθετη λέξη Tischtuch (Tisch = τραπέζι, Tuch = μαντήλι).  Βλέπουμε λοιπόν, ότι οι Γερμανοί δεν έχουν ένα ξεχωριστό – έστω και αυθαίρετο – όνομα για τα τραπεζομάντηλά τους, αλλά αναφέρονται σε αυτά περιγραφικά, χρησιμοποιώντας τα (αυθαίρετα) ονόματα δύο άλλων αντικειμένων.  (Σημειώνουμε ότι το παράδειγμα είναι τυχαίο.  Σε άλλες γλώσσες συμβαίνουν πολύ χειρότερα.)

Μία τουλάχιστον άμεση επίπτωση αυτής της κατάστασης είναι ότι καθυστερεί η σκέψη (βλέπε σχετικό κεφάλιο).  Ο δρ. Niederbaum παραδέχεται: «γλώσσες, των οποίων το λεξιλόγιο στηρίζεται σε παράγωγα και συνειρμούς στο επίπεδο των συμβόλων αντί στα ίδια τα σημαινόμενα, υπολείπονται σε ποιότητα τουλάχιστον κατά 42,5%».

Εξυπακούεται ότι στην ελληνική γλώσσα με το πλουσιότατο λεξιλόγιο, δεν υφίσταται αυτή η κατάσταση με τις σύνθετες λέξεις.  Σε ορισμένες περιπτώσεις κάποιες λέξεις μοιάζουν να είναι παράγωγα άλλων, αλλά αυτό είναι τελείως συμπτωματικό ή συμβαίνει επειδή το σημαινόμενο (νόημα ή αντικείμενο) έχει επιλέξει ως όνομά του μία φαινομενικά σύνθετη λέξη για καθαρά προσωπικούς του λόγους.  Άλλωστε είναι εμφανές ότι στις φαινομενικά σύνθετες ελληνικές λέξεις, οι παράγωγες λέξεις δεν έχουν νοηματική συσχέτιση με την παραγώμενη.  Για παράδειγμα, το όνομα Κλεοπάτρα ακουστικά μοιάζει να προέρχεται από την σύνθεση των λέξεων κλαίω και Πάτρα.  Προφανώς αυτό είναι ένα εντελώς τυχαίο γεγονός.  (Βλέπε και «ο Αστερίξ μονομάχος», εκδόσεις Τ. Ψαρόπουλος, 1978, απόδοση Αργύρη Χιόνη).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι ακόμα και οι σύγχρονοι ηλεκτρονικοί υπολογιστές (Η/Υ) αναγνωρίζουν την ελληνική γλώσσα ως την μόνη ορθοσημαντική.  Φυσικά εξ αιτίας των εξαιρετικά περιορισμένων δυνατοτήτων τους στην αφομοίωση των αρχών τής ελληνικής γλώσσας, ανάλογα με τον εκάστοτε ηλεκτρομηχανικό εξοπλισμό και το λειτουργικό σύστημα που διαθέτουν, αναγνωριζουν μία πτυχή τής ορθοσήμανσης.  Έτσι οι προσεγγιστικοί χαρακτηρισμοί που έχουν εκφράσει για την ελληνική γλώσσα είναι:

 

UNIX :                   νοηματική*

GNU :                     στρουχτουραλιστική**

Windows Vista :    υπερβατική

Mac OS :                προσωδιακή

Gp-LAN :               ανεπανάληπτη

 

  Ας σημειωθεί ότι ο όρος «νοηματική» αντί «ορθοσημαντική» έχει χρησιμοποιηθεί και  από μελετητές τής ελληνικής γλώσσας για λόγους εκλαϊκευσης προς το αλλοδαπό, μη ειδικευμένο κοινό.

** Προφανώς το σύστημα GNU πάσχει από ξενομανία.

 

Οι ίδιοι υπολογιστές συμφώνησαν από κοινού και χαρακτήρισαν όλες τις άλλες γλώσσες σημειολογικές.  Ας σημειωθεί ότι οι πιο σύγχρονοι Η/Υ, πιθανόν για λόγους αυτοπροστασίας των κυκλωμάτων τους, αρνήθηκαν να ασχοληθούν με τις σημειολογικές γλώσσες.  Ο Η/Υ τής NASA έκανε αυτόματο shut down, ενώ ο Η/Υ τού NORAD εγκατέλειψε την διαδικασία και άρχισε να ψάχνει τον WOPR για να παίξουν τρίλιζα.  Τα Windows απλά κράσαραν, αλλά δεν έγινε ποτέ γνωστό τι ακριβώς τους έφταιξε (περιοδικό “Tight wired”, τεύχος Νοε. 2006).

 

 

Η επίδραση τής Ορθοσήμανσης στα αντικείμενα                             

 

Δεν είναι τυχαίο ότι στο παράδειγμα που αναφέρθηκε πρωτύτερα, περιλαμβάνονται καρέκλες.  Οι καρέκλες μέσω παρατήρησης και πειράματος έδωσαν εξαιρετικές αποδείξεις στους μη-Έλληνες για την σημασία των αληθινών λέξεων των αντικειμένων:

  

Μουσικές καρέκλες

 

Το 1937 ο RBoomhead, καθηγητής φυσικής σε πανεπιστήμιο τής California και μέλος τής επιτροπής διοργάνωσης τού χορού των αποφοίτων, παρατήρησε ότι στο παιχνίδι μουσικές καρέκλες που παιζόταν στην γιορτή, οι τελειόφοιτοι τού τμήματος Ελληνικής Γλωσσολογίας είχαν την μεγαλύτερη επιτυχία.  Δεύτεροι έρχονταν οι τελειόφοιτοι τού τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας, τρίτοι οι τελειόφοιτοι τού τμήματος Ελληνικών Σπουδών ενώ στις υπόλοιπες θέσεις πλασσάρονταν γενικά τελειόφοιτοι που ήταν μνηστήρες ή συγκάτοικοι των νικητών και νικητριών.  Το γεγονός έκανε μεγάλη εντύπωση στον καθηγητή και έτσι τα επόμενα έτη, 1938 – 1941, κράτησε λεπτομερή αρχεία για την διεξαγωγή των αγώνων μουσικών καρεκλών και για τους φιναλίστς.  Με έκπληξή του παρατήρησε ότι όταν στο παιχνίδι συμμετείχαν ελληνόπουλα (φοιτητές γόνοι ελλήνων μεταναστών) επικρατούσαν άνετα, ανεξάρτητα από το γνωστικό πεδίο των σπουδών τους.  Πάντως σε αυτό ειδικά το θέμα, οι παρατηρήσεις τού δρος Boomhead ήταν ελλιπείς, καθ’ ότι εκείνη την εποχή ελάχιστοι ήταν οι Έλληνες φοιτητές στα Πανεπιστήμια τής Καλιφόρνιας.

Ο δρ. Boomhead δίσταζε να δημοσιοποιήσει τις παρατηρήσεις του.  Η είσοδος των ΗΠΑ στον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι νέες ευθύνες και αγωνίες που απέκτησε, τον έκαναν να εγκαταλείψει την ενασχόληση με το θέμα.  Μία βιαστική μετάθεση σε Πανεπιστήμιο τού Chicago οδήγησε μέρος των αρχείων του να παραπέσουν και να μείνουν κλειδωμένα επί 23 χρόνια σε ένα ερμάρι στην αποθήκη τού γηπέδου ασυναρτησφαίρησης.  Όταν τα αρχεία αποκαλύφθηκαν, δόθηκαν σε μία ομάδα έγκριτων επιστημόνων για να τα αξιολογήσει.  Οι επισήμονες διάβασαν έκπληκτοι στις σημειώσεις τού δρος Boomhead:

«Παίνω όρκο ότι παρατήρησα πως οι καρέκλες κάνουν μικρά ανεπαίσθητα πηδηματάκια προς το μέρος των Ελλήνων και κατά δεύτερο λόγο προς το μέρος των ελληνόφωνων φοιτητών καθώς εκείνοι στροβιλίζονται γύρω τους, προκειμένου να τους βοηθήσουν να καθήσουν επάνω τους.  Πρόκειται για ελαχιστότατες κινήσεις, συστροφές ή συσπάσεις, τέτοιες που στο μάτι δεν ήταν σίγουρο αν έγιναν ή όχι.  Θυμίζουν την υποδόρια αλλαγή στην στάση ή στην έκφραση ενός σκύλου που μισοκοιμάται και ακούει το αφεντικό του να σηκώνεται από την πολυθρόνα για να πάει στην τουαλέτα.  Πρόκειται για αλλαγή που ο παρατηρητής περισσότερο τη νιώθει παρά μπορεί να την παρατηρήσει, ξέρει όμως σίγουρα ότι έχει συμβεί.

Έλεγξα τις σπουδές, το έτος φοίτησης, τις επιδόσεις και τις πανεπιστημιακές διακρίσεις όσων νικούσαν στο παιχνίδι.  Υπάρχει μία στατιστικά απόλυτη εξάρτηση μεταξύ τού βαθμού ελληνομάθειας των παικτών και τής τάσης των καρεκλών να τους συνδράμουν για τη νίκη.  Δεν θεωρώ ότι οι καρέκλες επιθυμούν συνειδητά να «κλέψουν» στο παιχνίδι.  Μού φαίνεται ότι η έντονη προσήλωση όλων των παικτών προς τις καρέκλες μπορεί με κάποιον τρόπο να μεταδίδεται κατά πολύ επιστυχέστερα από τους ελληνόφωνους σπουδαστές παρά από τους άλλους.  Κατόπιν οι καρέκλες ανταποκρίνοται αντίστοιχα.

Τι είναι όμως αυτό που οι ελληνόφωνοι και οι καρέκλες γνωρίζουν, ενώ οι άλλοι το αγνοούν;»

Στο προσωπικό του ημερολόγιο, το 1942, ο δρ Boomhead είχε κάνει επίσης την εξής καταχώρηση:

«Το όλο φαινόμενο υπερβαίνει τις ικανότητές μου.  Άλλωστε τώρα δεν έχω την πολυτέλεια τού χρόνου για να σχεδιάσω συστηματικά πειράματα.  Έκανα κάποιες νύξεις στον Albert και κουνούσε το κεφάλι του.  Πάντα κουνάει το κεφάλι του όταν δεν καταλαβαίνει για τι πράγμα τού μιλάς.

Εμένα ωστόσο το φαινόμενο μού δίνει τρομερές ιδέες για το σπάσιμο των μπιμπικιών[1].  Ενστικτωδώς νιώθω ότι στον πυρήνα τους (Σ.τ.Μ.: “core” στο αγγλικό κείμενο) οι δύο διεργασίες εδράζονται στην ίδια αρχή.  Ίσως πρέπει να επανασχεδιάσω τις διατάξεις των οργάνων που χρησιμοποιούμε για τα μπιμπίκια.  Και να πω στον Enrico να μάθει πιάνο.»

 

Είναι προφανές ότι οι επιστήμονες που διάβασαν τα κείμενα τού δρος Boomhead βρέθηκαν δίβουλοι.  Από τη μία ο δρ. εθεωρείτο αυθεντία και κανένας δεν ήθελε να αφήσει αναξιοποίητο τον νέο δρόμο έρευνας που υποδείκνυε.  Από την άλλη το συγκεκριμένο θέμα ακουγόταν απίστευτο και η ενασχόληση μαζί του ενείχε μεγάλο ρίσκο.  Κανένας δεν ήθελε να το αφήσει στους άλλους, αλλά και κανένας δεν ήταν έτοιμος να δεσμευθεί ότι θα αφιερωνόταν σε αυτό και ότι θα έβρισκε χρηματοδότηση.  Όπως όλοι ξέρουμε, σε τέτοιες περιπτώσεις οι μεγάλες ιδέες μένουν κλειδωμένες σε κάποιο συστάρι και χάνονται για αιώνες και όλοι καμώνονται ότι δεν υπήρξαν ποτέ.  Ευτυχώς στην προκειμένη περίπτωση, κάποιες επιστολές που έστειλαν διάσημοι φυσικοί στον πρόεδρο των ΗΠΑ και τού εφιστούσαν την προσοχή για αντίστοιχες έρευνες που διεξήγαγαν οι Σοβιετικοί, τον θορύβησαν και πίεσε το Κογκρέσο να εγκρίνει έκτακτο κονδύλι μερικών δισεκατομμυρίων δολαρίων.  Η επίσημη ανάθεση τού έργου έγινε βέβαια θέμα των γραφειοκρατών και τού παρασκήνιου αλλά τελικά την έρευνα ανέλαβε μία φωτισμένη ομάδα στο Ερευνητικό Ινστιτούτο τού Stanford, η οποία δημιούργησε παράδοση στο χώρο για την εξερεύνηση τού Αγνώστου.



[1]  «Σπάσιμο μπιμπικιών» ήταν η κωδική ονομασία τής αλυσιδωτής αντίδρασης κατά την έρευνα για την ατομική σχάση.

 

 

 

Ορθοσήμανση στους αριθμούς                                                           

 

Υπήρξε (και υπάρχει!) ωστόσο ένας τομέας όπου και οι Έλληνες έκαναν την καρδιά τους πέτρα και δέχτηκαν μία συμβατική ονοματολογία.  Πρόκειται, όπως όλοι γνωρίζουμε για τα ονόματα των αριθμών.  Κάθε αριθμός, προφανώς, έχει το δικό του αληθινό όνομα, γεγονός που απαιτεί μία απίστευτα πλούσια μνήμη για όποιον θέλει να εκφράσει με το αληθινό τους όνομα τους ακέ­ραι­ους από το 1 έως το 10000000 (ποτέ δεν ξέρεις ποιον ακέραιο θα χρειαστεί να εκφράσεις).  Για την οικονομία τού λόγου λοιπόν, οι Έλληνες επινόησαν ένα σύστημα σύνθετης ονο­μα­το­λο­γίας – το δεκαδικό – το οποίο χρησιμοποιεί δέκα βασι­κούς αριθμούς και τα αθροίσματα των πολλαπλάσιών τους με τις διαδοχικές ακέ­ραιες δυνάμεις τού 10.  Για τα πολλαπλάσια χρη­σι­μο­ποι­ούνται επίσης τεχνητά ονόματα με προκάτ καταλήξεις.  Π.χ., ο αριθμός με πραγματικό όνομα «Λούπης» είναι ο αριθμός με συμβατικό όνομα «τριάντα τρία», δηλαδή 3x10+ 3x100.  (Αυτό ωφέλησε σημαντικά την ιατρική, γιατί παλαιότερα, όταν οι αρχαίοι έλληνες γιατροί κατά την ραχιαία ακρόαση ζητούσαν από τον ασθενή να πει «Λούπης», δεν ακρο­άζονταν σπουδαία πράγματα.)

Παρ’ ότι ξεφεύγει από τους σκοπούς αυτής τής μελέτης, ας αναφέρουμε ότι η βάση τού 10 επι­λέ­χθηκε από τους Έλληνες προς τιμή των επτά ημερών τής εβδομάδας + τριών ημερών που περίσ­σευαν.  Επίσης στο λεξιλόγιό τους, οι Έλληνες κράτησαν τα αληθινά ονόματα των 12 πρώ­των φυσικών αριθμών και τού μηδέν, προς τιμή των 12 πραγματικών κουώρκς και τής ολότητάς τους (βλ. «Η γέννηση των αριθμών», Kalioras A & Kalofolias Β, 1956.)

Όλοι οι λαοί με ανεκτό επίπεδο πολιτισμού κράτησαν τουλάχιστον την ρίζα από τα αληθινά ονόματα των 12 πρώτων ακέραιων αριθμών, όπως τα πήραν από την ελληνική γλώσσα.  Η διασημότερη όμως διατήρηση αληθινού ονόματος αριθμού σε παγκόσμια κλίμακα είναι το όνομα «π» για τον αριθμό που εκφράζει τον λόγο τής περίμετρου προς την διάμετρο των κύκλων.  Ταυτόχρονα το όνομα «π» αποτελεί μία από τις πιο εξόφθαλμες περιπτώσεις λογοκλοπής και συνωμοσίας, καθότι οι δυτικοί συστηματικά παραχάραξαν όλα τα αρχαία εγχειρίδια, προκειμένου να εμφανίσουν το όνομα ως δική τους σύγχρονη επινόηση. 

 

Όπως αναφέρθηκε στην ιστορική ανασκόπηση τής ελληνικής γλώσσας (κεφ. «Φωτισμένοι λαοί τής κεντρικής Ασίας»), ο Πυθαγόρας ανέπτυξε έναν αλγόριθμο για τον προσδιορισμό των αληθινών ονομάτων των αριθμών.  Επειδή όμως ο αλγόριθμος περιείχε μονοσήμαντες συναρτήσεις, η αντίθετη διαδικασία, η εύρεση τού αριθμού που πιθανόν ονοματίζεται από μία δεδομένη λέξη, δεν ήταν δυνατή.  Στην ιστορία τής μαθηματικής γλωσολογίας έγιναν σποραδικές απόπειρες να προσδιοριστεί αν υπάρχουν αριθμοί των οποίων τα ονόματα συμπίπτουν με λέξεις ιδιαίτερα βαρύνουσας σημασίας.  Ο Γρηγόριος Μέντελ για παράδειγμα, γόνιμος ερασιτέχνης μαθηματικός και φυσικά ελληνιστής, ανακάλυψε ότι η λέξη μπιζελόσουπα εκτός από το νόστιμο ορεκτικό είναι και το αληθινό όνομα τού αριθμού 37853422,7.  Περισσότερο γνωστή είναι ωστόσο η περίπτωση τού πραγματικά τελευταίου θεωρήματος τού Φερμά.  Ο γάλλος μαθηματικός Pierre de Fermat ασχολήθηκε με την απόδειξη ότι η λέξη «δοκησίσοφος» δεν αποτελεί το όνομα κανενός αριθμού.  Στο περιθώριο ενός εγχειρίδιου φιλοσοφίας που διάβαζε, είχε σημειώσει το εξής: «Έχω μία αριστοτεχνική αποδειξη για το νέο μου θεώρημα αλλά επειδή δεν την χωράει το περιθώριο [τού βιβλίου] συνέχισα στον τοίχο τού μέσα δωμάτιου».  Δυστυχώς παρά τις επισταμένες έρευνες στους τοίχους των σπιτιών που είχε ζήσει ο Φερμά και διασώζονται, δεν βρέθηκε ίχνος αυτού τού έργου.  Μετά την εκ νέου απόδειξη τού τελευταίου θεωρήματος τού Φερμά, το ίδρυμα Balustergate συγκεντρώνει χρηματικό έπαθλο για όποιον αποδείξει το πραγματικά τελευταίο θεώρημα.

  

Πίνακας τού γνωστού καλλιτέχνη Mordillo με αναπαράσταση τού Φερμά ενώ μελετάει την πιθα­νό­τητα κάποιος αριθμός να ονομάζεται στην πραγματικότητα  «δοκησίσοφος».  Κάτω δεξιά δια­κρί­νον­ται βοηθοί τού μαθηματικού που τον παρακαλούν να διακόψει για το απογευματινό κολατ­σιό.

 

 

Αυτογενής σήμανση                                                                       

 

Η Ελληνική γλώσσα φέρει από την φύση της την δυνατότητα να προσδιορίζει το αυθεντικό σημαί­νον για κάθε σημαινόμενο.  Έτσι, ακόμα και αν μία έννοια ή μία εφεύρεση επινοείτο από άλλο λαό μη ελληνικό, στην ελληνική γλώσσα προσδιοριζόταν αμέσως το αληθινό της όνομα.  Για παράδειγμα όταν στον 14ο αιώνα επινοήθηκε από τους Άγγλους το παιχνίδι, στο οποίο έδω­σαν το αυθαίρετο όνομα cricket, στην ελληνική γλώσσα εμφανίστηκε αυτογενώς το αληθινό, όνομα τού παιχνιδιού, δηλαδή βακτριοσφαίρηση.  Την ορθή λέξη αποκάλυψε πολύ απλά ειδική ομάδα ελλήνων γλωσσολόγων τής εποχής που συστάθηκε για αυτόν το σκοπό.  Όπως συνη­θί­ζουν, οι Άγγλοι αγνόησαν την ευγενική προσφορά των Ελλήνων συναδέρφων τους.

Στο παρελθον είχε τεθεί το ψευδεπίγραφο ερώτημα, αν μπορεί να υπάρξει αυτογενής σήμανση στην Ελληνική γλώσσα για έννοιες ή αντικείμενα που δεν ενδιαφέρουν ή δεν πρόκειται να απα­σχο­λήσουν τους Έλληνες.  Ως παράδειγμα τέθηκαν τα εκατό και πλέον ονόματα που υπάρχουν στη γλώσσα των Εσκιμώων (Ινουίτ) για τους διάφορους τύπους χιονιού.

Το ερώτημα προφανώς είναι παρελκυστικό.  Οι Έλληνες ενδιαφέρονται για οτιδήποτε συμ­βαίνει στον ουρανό, στη γη, μέσα στη γη και στον νοητό κόσμο.  Όσο για το παρά­δειγμα, σύν­τομα αποδείχτηκε ότι τα «εκατό και πλέον» ονόματα τού χιονιού ήταν το σύνολο των διαφορετικών λέξεων στις διάφορες διαλέκτους των Εσκιμώων.  Οι πραγματικά διακριτοί τύποι χιονιού που αναγνωρίζουν, συνοψίζονται σε 3,5

(βλ.  http://www.mendosa.com/snow.html  και 

http://www.press.uchicago.edu/presssite/metadata.epl?mode=synopsis&bookkey=59325 ) .

Παρακάτω δίνεται σχηματικά η ακολουθία των γεγονότων πριν από την γέννηση μίας έννοιας ή αντι­κεί­μενου έως το στάδιο τής ορθής σήμανσής της / του.

 

 

 

Ορθοφωνητικότητα

Η ελληνική είναι η μόνη αμιγώς ορθοφωνητική γλώσσα. Όλοι οι φθόγγοι εκφέρονται το ίδιο καθαρά, δηλαδή με πολύ μικρές διακυμάνσεις στην χρονική αξία και στην δυναμική (ένταση). Παλαι­ότερα είχε υποστηριχθεί ότι η χρήση μεταβλητής δυνα­μικής κατά την ομιλία αποτελεί μία ακόμα χρηστική παράμετρο πληροφορίας (data trans­mis­sion factor). Ωστόσο οι Sinizin G & Valhallas T (1976) κ.ά. αργότερα, κατέρριψαν αυτή την θεω­ρία δείχνοντας ξεκάθαρα ότι η μετα­βλη­τότητα στην δυναμική της ομιλίας οφείλεται σε πνευ­μα­τική ή ηθική κατάπτωση ή στην συστη­ματική κατανάλωση αλκοολούχων ή ναρκωτικών ουσιών και στην πραγματικότητα απο­τε­λεί παράγοντα εκφυλισμού μίας γλώσσας. Οι GabrielGabriel & Gabriel (1954) παρατήρησαν σε αντιστοιχία ότι στο ζωικό βασίλειο όλα τα ισχυρά είδη (π.χ. θέσει ισχυρά όπως θηρευτές κ.λπ.) παράγουν ακολουθίες (clusters) ήχων σταθερής έντασης και με σαφή, διακριτή αλλη­λου­χία.  Αντίθετα, μικρά πουλιά κελαηδούν με πλούσια μεταβλητότητα δυνα­μικής και ως γνωστό αυτά είναι φευγάτα είδη.  Παραδείγματα εκφυλισμού εμφανίζονται – δυστυ­χώς - σποραδικά – ευτυ­χώς - σε ελληνικές ντοπιολαλιές, αποτέλεσμα φυσικά εξωγενών γλωσ­σι­κών επιδράσεων.  Π.χ., η ακαθόριστη φράση «’Λιέν’ μι λιέν’ συ λιέν’» που η σημασία της είχε πολύ απασχολήσει τον διάσημο ανθρωπολόγο Helensøn.

Κατά προσέγγιση ορθοφωνητική είναι η ρωσική γλώσσα μετά τις τροποποιήσεις που εισήγαγαν οι Κύριλλος και Μεθόδιος, τουλάχιστον η επίσημη που μιλιέται στην Οξφόρδη.

 

Διαχεόμενη λογική

Η ελληνική είναι η μόνη γλώσσα με ενσωματωμένη, από την δημιουργία της, την λειτουργία τής δια­χε­όμενης λογικής (fuzzy logic).  Στη σύγχρονη εποχή η τεχνική fuzzy logic επαναανακαλύ­φθηκε από ερευνητική ομάδα ελληνομαθών μηχανικών ηλεκτρονικών υπολογιστών, προγραμ­ματι­στών και σχεδιαστών τεχ­νητής ευφυϊας. Ως τεχνική εμπεριέχει τις πιο σύγχρονες αρχές τής θεω­ρίας τού χάους.  Αφορά την δυναμική σύνδεση εννοιών ως ανάλογο της λειτουργίας των συν­ειρ­μών, αλλά με κατεύθυνση φυγόκεντρη (από το κέντρο προς την περιφέρεια) και όχι το αντί­θετο.

Για παράδειγμα όταν ένας Έλληνας λέει «Πάω να δουλέψω», είναι δυνατό να εννοεί:

«Πάω να κάνω zapping»,

«Πάω να διαβάσω εφημερίδα»,

«Πάω για shopping»,

«Πάω να τα ξύσω»,

«Πάω ν’ αράξω»,

«Πάω να πιάσω το τηλέφωνο»,

«Πάω να δω τα e-mails μου»

κ.λπ.

«Πάω να δουλέψω» (ως συγκερασμός των παραπάνω).

Το κρίσιμο και διαφοροποιόν χαρακτηριστικό της τεχνικής fuzzy logic είναι ότι παρά τού ότι η έννοια ξεδιπλώνει δυναμικά εξελισσόμενες δυνατότητες τού σημαίνοντος, δεν χάνει την πρω­το­γενή της αναφορά. Για παράδειγμα, όλοι καταλαβαίνουν τι εννοεί ο Έλληνας όταν λέει «Πάω να δουλέψω».

Τεχνική διαχεόμενης λογικής διαθέτουν και άλλες γλώσσες αλλά σε σαφώς πιο περιορισμένο βαθμό. Για να επιστρέψουμε στο παράδειγμα της φράσης «πάω να δουλέψω», όταν την δια­τυ­πώ­νει ένας Άγγλος μπορεί να σημαίνει:

«Πάω να δουλέψω»,

«Πάω να βάλω τον υπηρέτη / δούλο να δουλέψει»,

«Πάω να δουλέψω, δεν πάω;»

Το τελευταίο παράδειγμα δείχνει και την επίγνωση από τους ίδιους τους χρήστες της γλώσσας, τού κινδύνου απώλειας τής πρωτογενούς αναφοράς στην έννοια, απόρροια τού ότι η τεχνική fuzzy logic ενσωματώθηκε στην αγγλική πολύ αργότερα από τον αρχικό σχηματισμό τής γλώσ­σας. (Μεταφέρθηκε από τον βασιλιά Αρθούρο και την ακολουθία του, οι οποίοι την διδάχτηκαν από Έλληνες δασκάλους. - βλ. «Απομνημονεύματα» Βυζάντιου Λέοντος Γ', κεφ. ΙΙ β και ΙΙΙ ε.) (Βλ. επίσης κεφάλαιο «Κατηγορίες γλωσσών».)

 

Προηγούμενο κεφάλαιο: Κατηγορίες γλωσσών



Περιεχόμενα: Ελληνική Κλώσσα - Εισαγωγή


Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2010

Κατηγορίες γλωσσών

Παρακάτω αναφέρουμε την κατάταξη των γλωσσών σύμφωνα με το διεθνές σύστημα UPISYS για την ανθρωπολογική γλωσσολογία.

(Σημείωση: η ανθρωπολογική προσέγγιση των γλωσσών θεωρεί την ποιότητα μίας γλώσσας πλή­ρως συν­υφα­σμένη με το επίπεδο πολιτισμού του λαού που την χρησιμοποιεί. Υπάρχουν άλλα συστή­ματα κατάταξης, τα οποία κρίνουν τις γλώσσες per se. Επειδή σε όλα εκείνα τα συστή­ματα, η ελληνική γλώσσα θεωρείται η ανώτερη – ενώ σε μερικά χρησιμοποιείται επίσης ως κλί­μακα αξιολόγησης – για οικονομία χώρου, δεν θα αναφερθούμε σε εκείνα αναλυτικά.)

Αισθητηριακές γλώσσες

Οι αισθητηριακές γλώσσες φτιάχθηκαν για να εκφράζουν αισθήματα / συναισθήματα. Όλες οι άλλες έννοιες εκφρά­ζον­ται περιφραστικά με συνδυασμούς των αισθημάτων και κατάλληλη σήμανση από μικρές βοη­θη­τι­κές λέξεις που επινοήθηκαν αργότερα, όταν οι λαοί που τις μιλού­σαν, συνάντησαν πιο προ­ηγ­μέ­νους πολιτισμούς. Στην ουσία αποτελούν το αντίστοιχο των ζωι­κών «γλωσσών», οι οποίες στα ζώα δεν εκφέρονται μόνο με ήχους αλλά και με στάσεις / κινή­σεις τού σώματος κ.λπ.

Ανώτερες και αφηρημένες έννοιες, πρακτικά δεν μπορούν να εκφραστούν σε αυτές τις γλώσσες.

Λειτουργικές γλώσσες

Γλώσσες που δημιουργήθηκαν από λαούς με σχετικά προηγμένο πολιτισμό.  Οι γλώσσες αυτές φτιά­χθη­καν για να εξυπηρετούν πρακτικές ανάγκες των ανθρώπων και να αποδίδουν / περιγρά­φουν τα όσα ανέπτυσσε ο τεχνικός πολιτισμός.

Αφηρημένες έννοιες μπορούν να εκφραστούν περιγραφικά, ως το αποτέλεσμα μίας αλληλουχίας πρα­κτι­κών (λειτουργικών) εννοιών.  Τέτοιες αλληλουχίες τυποποιήθηκαν ως προς το νόημα στο οποίο αντιστοιχούσαν και κατόπιν απλοποιήθηκαν τεχνητά. Για παράδειγμα η ανώτερη έννοια τής χαρμολύπης (ελληνικά: χαρμολύπη) εκφράστηκε αρχικά ως εξής σε μία βορειοευρωπαϊκή γλώσσα:

Blaatjaarwunshshlahtgrongdosidosibrnkastvaalgorgswurststrumfpvorgbrokvlansterb­zviz­la­la­la­sung­sorgs­not”.

Η λέξη στην πρώτη της σημασία σήμαινε: «έσφαξα το γείτονα και δεν θα έχω πια που να ζητάω δανεικά αλλά σώθηκα από τα ηλίθια τραγούδια του».  Έξι αιώνες αργό­τερα, όταν η φράση είχε τυποποιηθεί ως έννοια, κατά τη διάρκεια μίας μεγάλης γλωσσικής μετα­ρύθ­μι­σης έγινε σύντμηση τής λέξης και έτσι χρησιμοποιείται ως σήμερα:

Blaatjaar­wunsh­shlahtgrongdosidosibrnkastzvorgbrokvlansterb­zviz­la­la­la­sung­sorgs­not”.

(Το “z” μεταξύ των δύο τμημάτων προστέθηκε χάρην ευφωνίας.)

Εννοιολογικές (ή πραγματικές) γλώσσες

Γλώσσες στις οποίες μπορούν να εκφραστούν υψιτενή / φιλοσοφικά νοήματα και αφηρημένες έννοιες.  Αμιγώς εννοιολογική είναι μόνο η ελληνική γλώσσα, δημιουργήθηκε δηλαδή εξ αρχής προ­κει­μέ­νου να εκφράζει / αποδίδει υψιτενή νοήματα.

Σχετικά ικανοποιητική (αλλά σαφώς τεχνητή) είναι η γερμανική γλώσσα, η οποία – άτυπα – ως γνω­στόν φαίνεται να έρχεται δεύτερη στις προτιμήσεις των συγγραφέων φιλοσοφίας.  Σε ιστορι­κές περιόδους που για εθνικούς / πολιτικούς λόγους διάφορα κράτη επιθυμούσαν να μένει η Ελλάδα στο παρασκήνιο, πολλοί φιλόσοφοι (μεταξύ αυτών και Γερμανοί) κατέφευγαν στα Γερ­μα­νικά (Bloedel B. & Webster C., 1972).  (Για την γερμανική και αγγλική γλώσσα βλ. επίσης τμήμα «Χαρακτηριστικά τής Ελληνικής γλώσσας - Δομή τής γλωσσας».)


Προηγούμενο κεφάλαιο: Ειδικά ιστορικά θέματα - 2