Στον σημερινό αναγνώστη, ο οποίος έχει γίνει στόχος επίμονης προπαγάνδας με τις θεωρίες τού διαλεκτισμού, τού συγκερασμού και τής «εξέλιξης», ίσως φαίνεται αναμενόμενη η επιμιξία τής ελληνικής γλώσσας καθώς διαδιδόταν, με μη ελληνικές γλώσσες και η παραγωγή μικτών γλωσσικών συστημάτων.
Ας ξεκαθαρίσουμε πρώτα ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι συνέβει μεταφορά στοιχείων από μη ελληνικές προς την ελληνική γλώσσα. Οι μελετητές με τις λιγότερες προκαταλήψεις δέχονται ότι τέτοια μεταφορά θα ήταν άνευ αντικειμένου, απλά επειδή η ελληνική γλώσσα υπήρξε πάντα πλήρης εννοιών και τής έκφρασής τους. Αυτό έως τα μέσα τού προηγούμενου αιώνα γινόταν αναγκαστικά αποδεκτό ως αξίωμα. Ωστόσο η ανάπτυξη τής κβαντομηχανικής και τής θεωρίας συστημάτων επιτρέπει σιγά σιγά να γίνει κατανοητό πώς η δομή και οι μηχανισμοί τής ελληνικής γλώσσας εξυπηρετούν την πληρότητά της (βλ. κεφάλαιο «Χαρακτηριστικά τής ελληνικής γλώσσας - Δομή τής γλώσσας»).
Παραμένει ωστόσο το γεγονός ότι υπάρχουν (και υπήρξαν) γλώσσες με πολλά δάνεια από την ελληνική, σε επίπεδο εννοιών, λέξεων, γραμματικής, συντακτικού κ.λπ. (π.χ.: Αγγλική, Αζερική, Αϊμάρα, Αλβανική, Αμχαρική, Αραβική, Αρμενική, αρχαία Αιγυπτιακή, αρχαία Περσική, αρχαία Πρωσική, Αραμαϊκή, Αρωμουνική, Ασβεστική, Ασσυριακή, Αφγανική, Αφρικάανς, Βαβυλωνιακή, Βασκική, Βεγγαλική, Βεδική, Βιετναμική, Βισλάμα, Βουλγαρική, Βρετανική, Γαλατική, Γαλικική, Γαλλική, Γερμανική, Γεωργιανή, Γίντις, Γκεκική, Γκουαρανική, Γκουτζράτι, Γοϊδελική, Γοτθική, Δανική, Εβραϊκή, Εσθονική, Ινδοϊρανική, Ιρλανδική, Ισλανδική, Ισπανική, Ιταλική, Καζαχική, Κάμπιε, Καντονέζικη, Καρική, Καταλανική, Κελτική, Κέτσουα, Κινυαρουάντα, Κιργιζιανή, Κιρούντι, Κορεατική, Κορνουαλική, Κουρδική, Κρεολική, Κροατική, Λάο, Λατινική, Λετονική, Λεττική, Λευκορωσική, Λιθουανική, Λουβική, Λουξεμβουργιανή, Μαγυάρικη, Μαλαγασιανή, Μαλαϊκή, Μαλαισιανή, Μαλτέζικη, Μανδαρινική, Μανξ, Μάρατι, Μαρσαλιανή, Μοσχαρίσια, Μοτού, Μπαχάσα, Μπέμπα, Μπενγκάλι, Μυανμάρ, Ναούρου, Νεοπερσική, Νεπάλι, Νορβηγική, Ντιβέι, Νυάνζα, Ολλανδική, Οσκική, Ουαλική, Ουζμπεκική, Ουκρανική, Ουμβρική, Ούρντου, Πάντζαπι, Πάστο, Πολωνική, Πορτογαλική, Προβηγκιανή, Ραιτική, Ρουμανική, Ρωμανική, Ρωσική, Σαμοϊκή, Σανσκριτική, Σερβοκροατική, Σεσότο, Σιναλέζικη, Σίντι, Σισουάτι, Σκωτική, Σλαβική, Σλαβονική, Σλοβακική, Σλοβενική, Σομαλική, Σουαχίλι, Σουέ, Σουηδική, σύγχρονη Αιγυπτιακή, Ταγκαλόγκ, Ταμίλ, Τατζικική, Ταϋλανδική, Τζόνκα, Τιγκρινική, Τονγκική, Τοσκική, Τουρκική, Τουρκμενική, Τοχαρική, Τσέουα, Τσέχικη, Φαλισκική, Φαρσί, Φινλανδική, Φλαμανδική, Φοινικική, Φριζική, Φρυγική, Χαλχ, Χίντι, Χιντουστάνι, Χμερ κ.ά.). Πρέπει να θεωρούνται αυτές, υβριδικές γλώσσες, αποτέλεσμα κοινής συνεισφοράς μεταξύ της ελληνικής και των πρόδρομων μη ελληνικών γλωσσών; Η απάντηση όλων των σύγχρονων αλλά και των παλαιότερων μελετητών είναι αρνητική («Όχι»).
Αυτό που πράγματι συνέβη είναι ότι ορισμένοι λαοί αδυνατούσαν να εκφέρουν (προφέρουν) ή να κατανοήσουν την δομή τής ελληνικής και για αυτό συνειδητά την παράλλαξαν και προσάρμοσαν στο μέτρο των περιορισμένων δυνατοτήτων τους. Ωστόσο, ακόμα και στις περιπτώσεις που οι αλλαγές περιορίζονταν σε αλλαγή των φθόγγων, οι λέξεις έπαυαν να ανταποκρίνονται στην ορθή σήμανση των εννοιών (βλ. κεφάλαιο «Χαρακτηριστικά τής Ελληνικής γλώσσας - Ορθοσήμανση»), καθιστώντας το γλωσσικό οικοδόμημα τρωτό στους νοηματικούς του συσχετισμούς και ευάλωτο σε παραπέρα «μεταλλάξεις» (γραμματικές, συντακτικές, υφολογικές κ.λπ.). Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν υβριδικά γλωσσικά μορφώματα, ασταθή μέσα στο χρόνο, τα οποία εκλήφθηκαν ως συγκερασμοί «διαφορετικών γλωσσών εν διαχύσει» από απρόσεκτους γλωσσολόγους.
Μελέτες των Gustav Patterson (1852), Joan Scully (1894), Endmond Giannakopoulos(1937), Aristides BrianJr (1966 κ. εξής) κ.ά. έδειξαν ότι η γνάθος των πρωτοελλήνων παρουσίαζε ήδη διαφορές από εκείνες των άλλων λαών, με σημαντικότερη την διαφοροποίηση κατά 9ο - 14ο στην γωνία “planar”. Το αποτέλεσμα αυτών των διαφορών είναι ότι όταν η γνάθος ανοιγοκλείνει, στους μη ελληνικούς λαούς παράγεται ένας ήχος σαν «κλακ -κλακ» ενώ στους πρωτοέλληνες ο ήχος προσομοιάζει σε «ταπ -ταπ». Η J. Scully χαρακτηρίζει τον πρώτο ήχο ως «ζωϊκό» ενώ τον δεύτερο ως «σχηματοποιημένο» (fragmented). Όλοι οι ερευνητές συμφωνούν ότι μόνο η δεύτερη διάταξη είναι ικανή να αποδίδει διακριτούς, πλήρεις φθόγγους.
Προηγούμενο κεφάλαιο: Χαρακτηριστικά τής Ελληνικής γλώσσας
Περιεχόμενα: Ελληνική Κλώσσα - Εισαγωγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου